- οξύμαχος
- ος, ο[ν] кислотоупорный; не подвергающийся окислению, ржавлению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξύμαχος — η, ο ανθεκτικός στη διαβρωτική επίδραση τών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πυρί μαχος] … Dictionary of Greek